άκλωστος

άκλωστος
η , ο [ος , ον ]
1) непряденый; 2) бессвязный (о речи, словах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "άκλωστος" в других словарях:

  • άκλωστος — άκλωστος, η, ο και άκλωθος, η, ο αυτός που δεν κλώστηκε: Το μαλλί είναι ακόμη άκλωστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄκλωστος — unspun masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκλωστος — η, ο (Α ἄκλωστος, ον) και άκλωθος [κλώθω] εκείνος που δεν τόν έχουν κλώσει (για νήματα και μαλλιά) …   Dictionary of Greek

  • ἄκλωστον — ἄκλωστος unspun masc/fem acc sg ἄκλωστος unspun neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκλώστους — ἄκλωστος unspun masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγνεστος — και άγνεθος, η, ο αυτός που δεν γνώστηκε, δεν μεταβλήθηκε σε νήμα, ο άκλωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *γνεστός < γνέθω. Ο τύπος άγνεθος από τον ενεστώτα] …   Dictionary of Greek

  • άκλωθος — η, ο [κλώθω] ο άκλωστος …   Dictionary of Greek

  • ακαμάτευτος — (I) η, ο [καματεύω] 1. (αγρός) που δεν έχει ακόμη οργωθεί 2. (μαλλί ή φυτική ύλη) άκλωστος, ακατέργαστος 3. (ζώο) που δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί, άστρωτο, πολύ νέο. (II) η, ο (για αμπέλι) που δεν έχει ακαμάτες, δηλ. βλαστούς χωρίς σταφύλια,… …   Dictionary of Greek

  • δικτυόκλωστος — δικτυόκλωστος, ον (Α) ο πλεγμένος σαν δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + κλώθω (πρβλ. άκλωστος)] …   Dictionary of Greek

  • άκλωθος — η, ο βλ. άκλωστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»